μοιρηγέτης
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
εω, ὁ, Ion. for μοιραγέτης
German (Pape)
[Seite 198] ὁ, ion. u. ep. = μοιραγέτης, Ap. Rh. 1, 1127.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρηγέτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ μοιραγέτης.
Greek Monolingual
μοιρηγέτης, -εω, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. μοιραγέτης.