μονοκοντυλιά
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
και μονοκονδυλιά, η
1. γραφή λέξης, φράσης, υπογραφής ή σχεδίου με μία κίνηση της γραφίδας
2. φρ. «με μια μονοκοντυλιά» — χωρίς μεγάλη διαδικασία, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μονοκονδυλία, μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].