νεόζυγος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ον,
A newly-yoked: metaph., newly-married, νύμφη E.Med.804.
German (Pape)
[Seite 241] neu, eben erst angejocht, neu vermählt, νύμφη, Eur. Med. 804.
Greek (Liddell-Scott)
νεόζῠγος: -ον, ὁ νεωστὶ ζευχθείς· μεταφ., ὁ πρὸ μικροῦ εἰς γάμον ἐλθών, νύμφη Εὐρ. Μήδ. 804.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: v. νεοζυγής.
Greek Monolingual
νεόζυγος, -ον (Α)
νεοζυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ζυγός), πρβλ. πολύ-ζυγος].