νεόδορος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ον,
A = νεόδαρτος I, Thphr.HP9.5.3, J.BJ3.7.10.
German (Pape)
[Seite 241] = νεόδαρτος, Sp., wie D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
νεόδορος: -ον, = νεόδαρτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 5, 3.
Greek Monolingual
νεόδορος, -ον (Α)
αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δορος (< δορά / δορός < δέρω «γδέρνω»), πρβλ. ά-δορος].