ντεκοβίλ

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

και ντεκωβίλ, το
άκλ. είδος μικρού σιδηροδρομικού φορτηγού συρμού που κινείται σε γραμμή στενότερη από τη γραμμή τών κανονικών σιδηροδρόμων και χρησιμοποιείται στα μεταλλεία, τα ανθρακωρυχεία κ.ά. μεταφορές σε μικρές σχετικά αποστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decauville, από το επών. του Γάλλου βιομήχανου Decauville, που επινόησε αυτό το είδος σιδηροδρομικής άμαξας].