ντεκοβίλ
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
και ντεκωβίλ, το
άκλ. είδος μικρού σιδηροδρομικού φορτηγού συρμού που κινείται σε γραμμή στενότερη από τη γραμμή τών κανονικών σιδηροδρόμων και χρησιμοποιείται στα μεταλλεία, τα ανθρακωρυχεία κ.ά. μεταφορές σε μικρές σχετικά αποστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decauville, από το επών. του Γάλλου βιομήχανου Decauville, που επινόησε αυτό το είδος σιδηροδρομικής άμαξας].