ξεγυμνώνω

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source

Greek Monolingual

ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω)
1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον
2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες»)
3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη
νεοελλ.
1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή τα ελαττώματα κάποιου, ξεσκεπάζω τελείως
2. φρ. «σπαθί ξεγυμνωμένο»
(για πρόσ.) άνθρωπος με κοφτερό μυαλό και πολύ δραστήριος
μσν.
1. (σχετικά με πτηνό) μαδώ τα φτερά, ξεπουπουλίζω
2. (το μέσ.) ξεγυμνώνομαι
μτφ. αποστερούμαι, χάνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεγυμνωμένος, -η, -ον
α) γυμνός
β) μισόγυμνος
γ) φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-γυμνώνω (αόρ. ἐξ-εγύμνωσα), βλ. και λ. ξ(ε)-].