οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Full diacritics: ξενοφύλαξ | Medium diacritics: ξενοφύλαξ | Low diacritics: ξενοφύλαξ | Capitals: ΞΕΝΟΦΥΛΑΞ |
Transliteration A: xenophýlax | Transliteration B: xenophylax | Transliteration C: ksenofylaks | Beta Code: cenofu/lac |
[ῠ], ᾰκος, ὁ, in pl.,
A magistrates charged with the protection of foreigners, Rev.Et. Gr.42.35 (Chios).
ξενοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ξενοφύλακες
άρχοντες που επιμελούνταν την προστασία τών ξένων:
[ΕΤΥΜΟΛ. <.ξένος + -φύλαξ.