μουντζούρωμα
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Greek Monolingual
και μουτζούρωμα και μουζούρωμα, το μουντζωρώνω
1. λέρωμα με καπνιά ή άλλη σκουρόχρωμη ύλη, ιδίως πάνω στο πρόσωπο
2. μτφ. σπίλωση, ηθικός στιγματισμός.