μυγαλή

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

η (Α μυγαλῆ, -έα και μυγαλέη και μυγάλη και, κατά τον Διόσκ. μυαγελῆ)
νεοελλ.
ζωολ. ονομασία μεγάλων ορθόγναθων αραχνών της ομάδας μυγαλόμορφα
αρχ.
είδος ποντικού με σουβλερή μύτη, ο αρουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυ- του μῦς, μυ-ός «ποντικός» + γαλῆ «γάτα»].