ομόργνυμι

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

Greek Monolingual

ὀμόργνυμι (Α)
(συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ' ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. -μόργ-νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν -, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mrĝ- της ΙΕ ρίζας merĝ- «σκουπίζω, καθαρίζω, στεγνώνω» (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- με -ορ-, πρβλ. μορτός) και συνδέεται με αρχ ινδ. mr-na-k-ti «σκουπίζω, τρίβω». Πολλοί, συνδέοντας τον αόρ. ὤμορξα με το αρχ. ινδ. amārksit, θεωρούν ότι το βασικό φωνήεν της ρίζας είναι -ō- και συνεσταλμένη του βαθμίδα το -ορ-. Αλλά δεν συντρέχει κανένας λόγος να δεχθεί κανείς μακρόφωνη ρίζα, αφού ο αόρ. ώμορξα μπορεί να συνδεθεί με τον αρχαιότερο αόρ. της αρχ. ινδ. amrksat, -a, που ανάγεται και αυτός στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας merĝ- (πρβλ. και τις γλώσσες του Ησύχ. ὄμαρξον, ὄμάρξασθαι). Στην απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας, τέλος, με προθεματικό φωνήεν - θα μπορούσε να αναχθεί το ρ. ἀμέργω].