μυομήτριο
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
το
ανατ. η μεσαία στιβάδα του τοιχώματος της μήτρας, που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myometrium (< μυς, μυός «όργανο του σώματος» + μήτρα)].