μυστήριο

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ μυστήριον)
1. μυστική λατρεία ή συμβολική ιεροτελεστία με την οποία οι μύστες επικοινωνούν με μια θεότητα («ελευσίνια μυστήρια»)
2. ιεροτελεστία με την οποία μεταδίδεται η θεία χάρη στον χριστιανό, όπως είναι το βάπτισμα, το χρίσμα, η ευχαριστία, η μετάνοια, η ιεροσύνη, ο γάμος και το ευχέλαιο
3. απόκρυφο πράγμα το οποίο είναι γνωστό σε έναν ή σε λίγους, μυστικό («ἄλλοι δὲ πολὺ κομψότεροι, ὧν μέλλω σοι τὰ μυστήρια λέγειν», Πλάτ.)
4. καθετί το θαυμαστό, το ακατανόητο και ανεξήγητο για την ανθρώπινη σκέψη (α. «το μυστήριο της δημιουργίας» β. «μυστήριο παραμένει πώς διέρρευσε η είδηση»)
νεοελλ.
1. είδος δραματικού θεατρικού έργου, κατά τον μεσαίωνα, με θρησκευτική υπόθεση, αλλ. λειτουργικό δράμα
2. θεάρεστο φιλανθρωπικό έργο, ευεργεσίαείναι τόσο δυστυχής που, αν τον βοηθήσεις, θα κάνεις ένα μυστήριο»)
3. η γνώση και η ικανότητα για επιτυχία μιας ενέργειας ή επιδίωξης
4. φρ. α) «τα άχραντα μυστήρια» — η θεία μετάληψη
β) «μυστήριο (πράγμα)» — λέγεται ως έκφραση έκπληξης για κάτι το ακατανόητο
μσν.
1. δόγμα
2. προφητεία
3. κρατικό απόρρητο
4. στον πληθ. τὰ μυστήρια
εκκλησιαστικά σκεύη
5. φρ. «ὠς ἐν μυστηρίῳ» — κρυφά, εμπιστευτικά
(μσν. -αρχ.) σύμβολο («τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ πατέρων», ΚΔ)
αρχ.
1. θρησκευτική αλήθεια που αποκαλύφθηκε από τον Θεό («τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν», ΚΔ)
2. κάθε επιστημονική γνώση που απαιτεί ειδική διδασκαλία και μάθηση
3. ονομασία ενός φαρμάκου για τον βήχα
4. στον πληθ. α) καθετί που χρησίμευε στις τελετές τών μυστηρίων, όπως συμβολικά αντικείμενα, ιματισμός κ.ά. («σεμνά στεμμάτων μυστήρια», Ευρ.)
β) (ως λογοπαίγνιο) οι φωλιές τών ποντικών, οι ποντικοφωλιές («Σικελιώτην Διονύσιον, ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον καὶ τὰς τῶν μυῶν διεκδύσεις μυστήρια ἐκάλει, ὅτι τοὺς μῡς τηρεῑ», Αθήν.)
5. παροιμ. «ὄνος ἄγων μυστήρια» — λεγόταν για ζώο ή και για άνθρωπο που βάσταζε βαρύτερο φορτίο από αυτό που ήταν φυσικό να βαστάζει ή για άνθρωπο που ήταν σεμνότερος από όσο πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσ- του μύσ-της (< μύω) + επίθημα -τήριο(ν), πρβλ. καυσ-τήριον. Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. λ. μύστης.