ναστόλιθος

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
τεχνολ. είδος υλικού που παρασκευάζεται με συμπίεση κομματιών ναστοχάρτου, ζελατίνης, αργίλου και άλλων υλών και χρησιμοποείται κυρίως για την κατασκευή ανάγλυφων διακοσμήσεων για το εσωτερικό τών σπιτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός + λίθος.