νεκροφόρος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροφόρος Medium diacritics: νεκροφόρος Low diacritics: νεκροφόρος Capitals: ΝΕΚΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nekrophóros Transliteration B: nekrophoros Transliteration C: nekroforos Beta Code: nekrofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A burying corpses, burying the dead, Plu.Cat.Ma. 9, Gloss.

German (Pape)

[Seite 238] Todte zu Grabe tragend, bestattend; Pol. 35, 6, 2, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφόρος: -ον, ὁ, ἐκφέρων, θάπτων τοὺς νεκρούς, Λατ. vespillo, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte un mort ou des morts pour la sépulture.
Étymologie: νεκρός, φέρω.

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ νεκροφόρος, -ον)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η νεκροφόρα
ειδικά διαρρυθμισμένο αυτοκίνητο ή άμαξα για μεταφορά νεκρών
2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που εναποθέτουν τα αβγά τους σε πτώματα μικρών ζώων, τα οποία και, μερικές φορές, θάβουν
μσν.-αρχ.
αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον τάφο και τους θάβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φόρος].