νευρίνη

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source

Greek Monolingual

η
κοινή ονομασία ακόρεστης οργανικής ένωσης, βάσης του τεταρτοταγούς αμμωνίου, που σχηματίζεται κατά την αφυδάτωση της χολίνης και κατά τη σήψη τών ζωικών ιστών και είναι ουσία πολύ τοξική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neurine < νεύρο + κατάλ. -ίνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη].