νομισματοκόπος

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που με ειδικά μηχανήματα κόβει και εκτυπώνει νομίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -κόπος (< κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1745 στον Θ. Μανδακάση].