νοολογία

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

η
η μελέτη της ανθρώπινης νόησης, παλαιός όρος για τη φιλοσοφία του νού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. noologie < νόος / νοῦς + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ν. Βάμβα].