οἰκτρόφωνος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτρόφωνος Medium diacritics: οἰκτρόφωνος Low diacritics: οικτρόφωνος Capitals: ΟΙΚΤΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: oiktróphōnos Transliteration B: oiktrophōnos Transliteration C: oiktrofonos Beta Code: oi)ktro/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with piteous voice, Sch.Il.17.5.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρόφωνος: -ον, ὁ ἔχων οἰκτράν, ἐλεεινὴν φωνήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 5.

Greek Monolingual

οἰκτρόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει οικτρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρό-φωνος, λαμπρό-φωνος].