οἰκτρόφωνος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον,
A with piteous voice, Sch.Il.17.5.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτρόφωνος: -ον, ὁ ἔχων οἰκτράν, ἐλεεινὴν φωνήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 5.
Greek Monolingual
οἰκτρόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει οικτρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρό-φωνος, λαμπρό-φωνος].