οινοτρόφος
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
οἰνοτρόφος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέφει ή παράγει οίνο («οἰνοτρόφον ὄμφακα Βάκχου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].