πολύμορφος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμορφος Medium diacritics: πολύμορφος Low diacritics: πολύμορφος Capitals: ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: polýmorphos Transliteration B: polymorphos Transliteration C: polymorfos Beta Code: polu/morfos

English (LSJ)

ον,

   A multiform, manifold, Hp.Aër.12; π. τοῖς σχήμασιν Arist.PA646b32: Comp., ib.656a4: Sup., Id.HA606b18; π. λόγων ἰδέα Him.Or.34.4. Adv. -φως D.S.2.52.    II of persons, versatile, Ph.2.47; π. βίος Id.1.565.    III of irregular shape: hence πολύμορφον, τό, the sphenoid bone, Gal.14.721.

German (Pape)

[Seite 667] vielgestaltig; θηρία πολυμορφότατα, Arist. H. A. 8, 28; κακόν, Luc. Asin. 54, u. öfter, Maneth. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμορφος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς μορφάς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ, 4. 11, 22 κ. ἀλλ.· Ὑπερθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 11. Ἐπίρρ. -φως, Διόδ. 2. 52.

Spanish

polimorfo, que tiene muchas formas

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύμορφος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο
χημ. πολύμορφο σώμα
2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» — ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από μία διαφορετικές μορφές, όπως είναι λ.χ. το διοξείδιο του πυριτίου, το οποίο απαντά στις μορφές χαλαζία, τριδυμίτη και χριστοβαλτίτη
β) «πολύμορφη συνάρτηση»
μαθ. συνάρτηση που μπορεί να λάβει περισσότερες τιμές για την ίδια τιμή της ανεξάρτητης μεταβλητής της
γ) «πολύμορφο παραλήρημα»
ιατρ. παραλήρημα στο οποίο παρατηρείται εναλλαγή διαφόρων μορφών παραληρητικών ιδεών, όπως είναι λ.χ. οι υποχονδριακές, οι μεγαλομανιακές κ.ά.
αρχ.
1. ο ευμετάβολος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύμορφον
το σφηνοειδές οστό.
επίρρ...
πολυμόρφως Α
με πολυμορφία, με πολλές μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. εύ-μορφος, ποικιλό-μορφος].