Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
-ον, Μ
αυτός που φοράει πορφυρή στολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -στολος (< στολή < στέλλω), πρβλ. μελανό-στολος].