περιπόρφυρος

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόρφῠρος Medium diacritics: περιπόρφυρος Low diacritics: περιπόρφυρος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: peripórphyros Transliteration B: periporphyros Transliteration C: periporfyros Beta Code: peripo/rfuros

English (LSJ)

ον,

   A edged with purple, ἱμάτια Crates Com.31, Heraclid.Pol.69; χιτωνίσκοι Plb.3.114.4, etc.    2 π. ἐσθῆτες garments with a purple border, of the Roman toga praetexta or laticlavia, Id.6.53.7; π. τήβεννα, τήβεννος, D.H.2.70, Plu.Rom.26; and περιπόρφυρος alone, ib.25, 2.283a ; π. (sc. παῖδες), pueri praetextati, Id.Publ. 18.    3 π. ἀγών part of name of an athletic contest at Sidon, IG3.129 (iii A. D.), CPHerm.54.13 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 589] mit Purpur umgeben; ἱμάτια, Crates bei Poll. 7, 63; ἡ περιπόρφυρος ἐσθής, ein mit Purpur ringsum besetztes Kleid, bes. die tunica u. toga praetextata od. laticlavia der Römer, Pol. 6, 53, 7 u. Sp., wie Luc. D. Mer. 9. Auch = Folgdm, Plut. Poplic. 18.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων παρυφὴν πορφυρᾶν, περιπόρφυρα ἱμάτια Κράτης ἐν «Σαμίοις» 3· χιτωνίσκοι Πολύβ. 3. 114, 4, κτλ. 2) συχν. ἐν τῇ Ρωμ. ἱστορίᾳ, π. ἐσθής, ἱμάτιον μετὰ πορφυρᾶς παρυφῆς, ἡ παρὰ Ρωμαίοις toga praetextata ἢ laticlavia, Πολύβ. 6. 53, 7· π. τήβεννα ἢ τήβεννος Διον. Ἁλ. 2. 70, Πλουτ. Ρωμύλ. 26· καὶ μόνον περιπόρφυρος αὐτόθι 25., 2. 283Β· ― π. παῖς, Λατ. puer praetextatus (ἴδε περιπορφυρόσημος), Πλουτ. Ποπλικ. 18· ἐπὶ ὑπάτων κτλ., Συνέσ. 16Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bordé de pourpre ; περιπόρφυρος τήβεννος PLUT ou simpl.περιπόρφυρος PLUT la toge prétexte (toga prætextata) à Rome;
2 vêtu de la toge prétexte.
Étymologie: περί, πορφύρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.)
2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [[[τήβεννα]] ή τήβεννος]» — λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές
β) «περιπόρφυροι παῑδες» — τα παιδιά τών ελευθέρων στη Ρώμη τα οποία φορούσαν το παραπάνω ένδυμα
γ) «περιπόρφυρος ἀγών» — είδος αθλητικού αγωνίσματος στη Σιδώνα.