ξέβαν
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
ξέβαν, τὸ (Μ)
1. έξοδος
2. αναχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της προστ. του ρ. ξεβαίνω, κατά τα έβγα, έμπα].