ξεστράτισμα
From LSJ
Greek Monolingual
το ξεστρατίζω
1. παρέκκλιση από την ευθεία οδό
2. μτφ. ηθική εκτροπή, απομάκρυνση από τον δρόμο της ηθικής.
το ξεστρατίζω
1. παρέκκλιση από την ευθεία οδό
2. μτφ. ηθική εκτροπή, απομάκρυνση από τον δρόμο της ηθικής.