οἰκοδομητός

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομητός Medium diacritics: οἰκοδομητός Low diacritics: οικοδομητός Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗΤΟΣ
Transliteration A: oikodomētós Transliteration B: oikodomētos Transliteration C: oikodomitos Beta Code: oi)kodomhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A built, Str.3.3.7, 8.6.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομητός: -ή, -όν, κτιστός, Στράβ. 155, 369.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bâti, construit.
Étymologie: οἰκοδομέω.

Greek Monolingual

οἰκοδομητός, -ή, -όν (Α) οικοδομώ
οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.).