οικίζω

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

οἰκίζω) οίκος
κτίζω, ιδρύω συνοικισμό ή αποικία και εγκαθιστώ αποίκους
νεοελλ.
εγκαθιστώ κάποιον σε οικία, παρέχω σε κάποιον κατοικία
αρχ.
1. στέλνω σε ήδη κατοικημένη χώρα εποίκους
2. παθ. εγκαθίσταμαι κάπου, πηγαίνω κάπου για διαμονή («Τυδεὺς ἐν Ἄργει ξεῑνος ὢν οἰκίζεται», Σοφ.)
3. οικώ, κατοικώ
4. μτφ. μεταφέρω κάποιον ή κάτι («τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχύν ᾤκισε», Ευρ.).