ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
ὀνάλα, ἁ (Α)(θεσσαλικός τ.) ανάλωμα, δαπάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (για την πρόθεση ονβλ. λ. ανα-), πιθ. αναλογικά προς το ουσ. δαπάνη. Στην Αρκαδική, αντίθετα, μαρτυρείται τ. δαπανούμενα, κατά το ἀναλούμενα].