ὁποτέρωσε

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

Adv.

   A in which of two directions, to which of two places, Th.1.63,5.65 ; ἐπορεύετο ὁ. βουληθείη Pl.Smp.190a.    2 οὐδ' ὁποτέρωσε (or οὐδοπ-) in neither of two directions, Dosith.p.410 K.

German (Pape)

[Seite 363] nach welcher von beiden Seiten hin; ἠπόρησε μέν, ὁποτέρωσε διακινδυνεύσει χωρήσας, ἢ ἐπὶ τῆς Ὀλύνθου ἢ ἐς τὴν Ποτίδαιαν, Thuc. 1, 63; c. opt., Plat. Conv. 190 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὁποτέρωσε: πρὸς ὁποῖον ἐκ τῶν δύο μερῶν, Θουκ. 1. 63., 5. 65. 2) καθ’ ὁποῖον ἐκ τῶν δύο τρόπων, ὁπ. βουληθείη Πλάτ. Συμπ. 190Α.

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
vers lequel des deux endroits.
Étymologie: ὁπότερος, -σε.

Greek Monolingual

ὁποτέρωσε (Α)
επίρρ.
1. προς ποιο από τα δύο μέρη ή προς ποια από τις δύο διευθύνσεις
2. φρ. «οὐδ' ὁποτέρωσε» — σε κανένα από τα δύο μέρη ή σε καμία από τις δύο διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδετέρω-σε)].