οργάνωση
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀργάνωσις) οργανώ
συγκρότηση συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά, διοργάνωση, διευθέτηση
νεοελλ.
οργανωμένο σύνολο που έχει τις δικές του λειτουργίες και όργανα προσαρμοσμένα σε μακροπρόθεσμους σκοπούς, σύνδεσμος, εταιρεία, σωματείο.