οργάνωση

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀργάνωσις) οργανώ
συγκρότηση συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά, διοργάνωση, διευθέτηση
νεοελλ.
οργανωμένο σύνολο που έχει τις δικές του λειτουργίες και όργανα προσαρμοσμένα σε μακροπρόθεσμους σκοπούς, σύνδεσμος, εταιρεία, σωματείο.