οροαντίδραση

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source

Greek Monolingual

η
(μικρβλ.) η ανίχνευση ουσιών στον ορό του αίματος με βιολογικές ή φυσικοχημικές μεθόδους, η οποία εφαρμόζεται για τη διάγνωση διαφόρων νόσων και για τον καθορισμό τών ομάδων αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. seroreaction < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + reaction «αντίδραση»].