ορθόκραιρος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
Greek Monolingual
ὀρθόκραιρος, -αίρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) αυτός του οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα
3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ισό-κραιρος].