οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οσφύ. (α. «οσφυϊκός πόνος» β. «οσφυϊκός σπόνδυλος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].