ουρανόπολις
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
οὐρανόπολις, ἡ (ΑΜ)
(ως προσωνυμία της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινούπολης) θεϊκή πόλη, εξαίσια πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + πόλις.