παγώνω
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
(ΑΜ παγῶ, -όω, Μ και παγώνω) πάγος
υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη»)
νεοελλ.
1. καταψύχω («παγώνω το νερό»)
2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω από ένα επιτρεπτό όριο («ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει», Ζαλοκ.)
3. αισθάνομαι τη θερμοκρασία του σώματός μου να πέφτει, νιώθω πολύ κρύο («πάγωσαν τα χείλη μου»)
4. μεταβάλλομαι σε πάγο υπό την επίδραση πολύ χαμηλής θερμοκρασίας, καταψύχομαι, πήζω («πάγωσε η λίμνη»)
5. μτφ. α) προκαλώ δυσαρέσκεια, επιφέρω δυσθυμία, ψυχρότητα ή απογοήτευση («μέ πάγωσε με τα αστεία του»)
β) τρομάζω, ξαφνιάζω ή καταπλήσσω κάποιον, τον κάνω να κοκαλώσει από το φόβο («το αυστηρό του βλέμμα με παγώνει»)
γ) αισθάνομαι να παραλύω από υπερβολικό φόβο, τρομάζω («καραβοσυντρίμματα / ξανοίγω και παγώνω», Παλαμ.)
6. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) παγωμένα
με ψυχρότητα, σχεδόν εχθρικά («με υποδέχθηκε παγωμένα, αν και είχε να με δει πολύ καιρό»)
7. φρ. α) «παγώνει το αίμα μου» — τρομάζω πολύ
β) «παγωμένες θάλασσες»
γεωγρ. θαλάσσιες εκτάσεις οι οποίες καλύπτουν τις πολικές ή τις γύρω από αυτές χώρες και τών οποίων η επιφάνεια είναι παγωμένη εξαιτίας της πολύ χαμηλής θερμοκρασίας που επικρατεί, η Αρκτική και η Ανταρκτική θάλασσα ή Βόρειος και Νότιος Παγωμένος Ωκεανός
γ) «δάνεια με παγωμένες πιστώσεις»
(οικον.) δάνεια, που μολονότι πέρασε αρκετός καιρός αφότου έγιναν απαιτητά, ωστόσο παραμένουν ανεξόφλητα.