Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
πᾱγός: -ή, -όν, Δωρ. ἀντὶ πηγός, Ἀλκμάν 1.
παγός, ὁ (Α)(δωρ. τ.) βλ. πηγός.