παλιοτόμαρο
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
το
(υβριστικά) αισχρός και τιποτένιος άνθρωπος, παλιόκορμο, παλιόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + τομάρι].