πανδαιμόνιο

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

το
1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων
2. συνεκδ. πρωτεύουσα του φανταστικού βασιλείου της Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων
3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια, χαλασμός κόσμου, κοσμοχαλασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δαιμόνιο. Η λ., στον λόγιο τ. πανδαιμόνιον, μαρτυρείται από το 1824 στον Μιχ. Σχινά].