παρακράτηση

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρακρατώ, οικονομικό μέτρο το οποίο συνίσταται στην αποθήκευση ποσοστού του παραγόμενου προϊόντος με σκοπό την ισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης και την ανάσχεση της υποτίμησης της τιμής του ή προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε περίοδο έλλειψης
2. φρ. «παρακράτηση φόρου»
(νομ.) (σε περίπτωση καταβολής χρηματικών ποσών, που αποτελούν φορολογητέα ύλη, σε τρίτο πρόσωπο) η μη απόδοση από τον δικαιούχο του φόρου που του αναλογεί και η απόδοση του στο δημόσιο ταμείο για λογαριασμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακρατώ. Η λ., στον λόγιο τ. παρακράτησις, μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Α. Πέπα].