παραφύλαξ

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφύλαξ Medium diacritics: παραφύλαξ Low diacritics: παραφύλαξ Capitals: ΠΑΡΑΦΥΛΑΞ
Transliteration A: paraphýlax Transliteration B: paraphylax Transliteration C: parafylaks Beta Code: parafu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A watcher, guard, BCH32.499 (Aphrodisias), Suid.s.v.δεξιολάβος.

German (Pape)

[Seite 507] ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ, φρουρός, Σουΐδ. ἐν λ. δεξιολάβος. 2) βοηθὸς φύλακος, Στουδ. 1232Β. 3) ἀξιωματικός τις ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ἴδε παραφυλάσσω ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. αυτός που παραφυλάει, φύλακας, φρουρός
2. βοηθός φύλακα
3. αξιωματικός στις ασιατικές πόλεις, αρχηγός της φρουράς που ήταν συγκροτημένη από παραφυλακίτες.