παρασκώπτω

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκώπτω Medium diacritics: παρασκώπτω Low diacritics: παρασκώπτω Capitals: ΠΑΡΑΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: paraskṓptō Transliteration B: paraskōptō Transliteration C: paraskopto Beta Code: paraskw/ptw

English (LSJ)

   A intervene with jests, h.Cer.203 ; π. τι εἴς τινας Plu. Cic.38, cf. Demetr.28.

German (Pape)

[Seite 499] zugleich, auf eine versteckte Weise verspotten; τινά, H. h. Cer. 203; τῷ παρασκῶψαί τι καὶ γελοῖον εἰπεῖν, Plut. Demetr. 28; τὶ εἴς τινα, Cic. 38.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκώπτω: σκώπτω πλαγίως, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· π. τι εἴς τινα Πλουτ. Κικ. 38, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Δημήτρ. 28, κλ.

French (Bailly abrégé)

plaisanter légèrement ou en passant : τι εἴς τινα adresser à qqn une plaisanterie légère.
Étymologie: παρά, σκώπτω.

Greek Monolingual

Α
παρεμβαίνω με αστειότητες και σατιρικά σχόλια, κοροϊδεύω με πλάγιο τρόπο.