πατριαρχία

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

German (Pape)

[Seite 535] ἡ, Patriarchat, Sp.

Greek Monolingual

και πατριαρχεία, ἡ, ΝΜ πατριάρχης
1. η αρχή και το αξίωμα του πατριάρχη
2. ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου είναι κάποιος πατριάρχης, η θητεία του πατριάρχη
νεοελλ.
1. η υπεροχή του πατέρα, η κυριαρχική θέση του μέσα στην οικογένεια και η απόλυτη υπακοή στις διαταγές του
2. (κοινων.) η κατά πατριές οργάνωση της πρωτόγονης κοινωνίας, κατά την οποία απόλυτος αρχηγός ήταν ο πατέρας της οικογένειας ή, σε ευρύτερη μορφή, αυτός που θεωρούσαν αρχηγό του γένους, της πατριός, σε αντιδιαστολή με την μητριαρχία
3. η διοίκηση μιας οικογενειακής ομάδας από έναν υπερήλικο άντρα.