πελοποννησιακός
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Greek Monolingual
-ή, -ό / πελοποννησιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ Πελοπόννησος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πελοπόννησο («πελοποννησιακός πόλεμος» — η μεγάλη εμφύλια σύρραξη ανάμεσα στη Σπάρτη και στην Αθήνα που έγινε από το 431 ώς το 404 π.Χ. και είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της αθηναϊκής ηγεμονίας και τη διάλυση του κόσμου της κλασικής ελληνικής πόλης).