περίλευκος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίλευκος Medium diacritics: περίλευκος Low diacritics: περίλευκος Capitals: ΠΕΡΙΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: períleukos Transliteration B: perileukos Transliteration C: perilefkos Beta Code: peri/leukos

English (LSJ)

ον,

   A edged with white, Callix.2.    2 περίλευκον (sc. ἱμάτιον), τό, garment edged with white, Antiph.297.

German (Pape)

[Seite 582] rings umher od. am Rande weiß, mit einem weißen Saume, Antiphan. bei Poll. 7, 52, ἐν τῷ περιδρόμῳ λευκὸν ἐνυφασμένον.

Greek (Liddell-Scott)

περίλευκος: -ον, ὁ ἀπολήγων εἰς λευκὸν ὁλόγυρα, ἔχων λευκὸν περιθώριον, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· - περίλευκον (ἐξυπ. ἱμάτιον), τό, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76· πρβλ. περίνησος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που είναι ολόγυρα λευκός, που έχει λευκό περιθώριο, ἡ αυτός που είναι εντελώς λευκός, πάλλευκος, κάτασπρος
2. το αρσ. ως ουσ. περίλευκος
είδος αχάτη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίλευκον
ιμάτιο με λευκή παρυφή.