πηδαλιουχώ
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
Greek Monolingual
πηδαλιουχῶ, -έω, ΝΜΑ πηδαλιούχος
χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, -η, -ο
α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο
β) το ουδ. ως ουσ. το πηδαλιουχούμενο
αερόπλοιο ή αερόστατο που κατευθύνεται με πηδάλιο ή με πηδάλια
μσν.-αρχ.
μτφ. κυβερνώ, κατευθύνω, διέπω («πηδαλιουχεῑν τὰ σύμπαντα», Φίλ.).