πεύκο
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελατίδες ή πευκίδες, με 100 περίπου είδη ρητινοφόρων δασικών αειθαλών δένδρων που έχουν παγκόσμια κατανομή αλλά είναι ιθαγενή κυρίως τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη, με αλλαγή γένους κατά το δέντρο].