πεύκο

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελατίδες ή πευκίδες, με 100 περίπου είδη ρητινοφόρων δασικών αειθαλών δένδρων που έχουν παγκόσμια κατανομή αλλά είναι ιθαγενή κυρίως τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη, με αλλαγή γένους κατά το δέντρο].