μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
και πλατίνα και πλατίνη, η, Ν(ορυκτ.) κοινή ονομασία του λευκοχρύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. platina, υποκορ. του plata «άργυρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Ι. Βηλαρά].