πλατίνα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

και πλατίνα και πλατίνη, η, Ν
(ορυκτ.) κοινή ονομασία του λευκοχρύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπαν. platina, υποκορ. του plata «άργυρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Ι. Βηλαρά].