πλεξιγκλάς
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Greek Monolingual
το, Ν
τεχνολ. εμπορική ονομασία του μεθακρυλικού πολυμεθυλίου το οποίο είναι συνθετική οργανική ένωση μεγάλου μοριακού βάρους, παραγόμενη με πολυμερισμό του μεθυλικού εστέρα του μεθακρυλικού οξέος, έχει εξαιρετική αντοχή στις μεταβολές του καιρού και στις κρούσεις και χρησιμοποιείται ευρύτατα για την κατασκευή της καλύπτρας του πιλότου των αεροπλάνων, παραθύρων αεροσκαφών, παρμπρίζ σκαφών κ.α. εφαρμογές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plexiglas].