ποικιλότητα
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
η / ποικιλότης, -ητος, ΝΑ ποικίλος
η ιδιότητα του ποικίλου, η ύπαρξη πολλών εναλλακτικών, διαφορετικών μορφών, ποικιλία, πολυμορφία
νεοελλ.
βιολ. η ύπαρξη παραλλαγών στον πληθυσμό ενός είδους.