πολεομορφία

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. η μετατόπιση του πληθυσμού μιας χώρας στα αστικά κέντρα, η αστυφιλία
2. ο τρόπος διαβίωσης στην πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, -εως + -μορφία (< -μορφος < μορφή), απόδοση στην Ελληνική του αγγλ. urbanism (< λατ. urbs, -is «πόλη»)].