πολύποινος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠποινος Medium diacritics: πολύποινος Low diacritics: πολύποινος Capitals: ΠΟΛΥΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: polýpoinos Transliteration B: polypoinos Transliteration C: polypoinos Beta Code: polu/poinos

English (LSJ)

ον,

   A punishing severely, Δίκη Parm.1.14, Orph.Fr.158.

German (Pape)

[Seite 669] viel strafend, Parmenids. frg. 14 b. S. Emp. adv. math. 7, 111.

Greek (Liddell-Scott)

πολύποινος: -ον, ὁ αὐστηρῶς τιμωρῶν, Παρμενίδ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιό-ποινος, υστερό-ποινος].